- χρυσόπατρος
- -ον, Α(ως προσωνυμία τού Περσέως) αυτός που γεννήθηκε από χρυσό πατέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -πατρος (< πατήρ*, πατρός), πρβλ. τρί-πατρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρυσόπατρον — χρυσόπατρος sprung of a golden father masc/fem acc sg χρυσόπατρος sprung of a golden father neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσοπάτωρ — ορος, ὁ, ΜΑ (ως προσωνυμία τού Διονύσου) χρυσόπατρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + πάτωρ (< πατήρ*), πρβλ. ὁμο πάτωρ] … Dictionary of Greek